- εὐόμῑλος
- εὐ-όμῑλος, gut im Umgange, gesellig; συμπόσιον, traulich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευόμιλος — εὐόμιλος, ον (ΑΜ) μσν. καταδεκτικός, ευπροσήγορος αρχ. 1. κοινωνικός 2. εμπιστευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμιλος «ομάδα, παρέα»] … Dictionary of Greek
εὐόμιλος — sociable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόμιλον — εὐόμιλος sociable masc/fem acc sg εὐόμιλος sociable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐομίλους — εὐόμιλος sociable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμιλος — ο (ΑΜ ὅμιλος, Α αιολ. τ. ὄμιλλος) συγκεντρωμένο πλήθος προσώπων («τοῡτ ἔπος γυναικοπληθὴς ὅμιλος», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. σύλλογος, σωματείο, αδελφότητα (α. «ναυτικός όμιλος» β. «ιππικός όμιλος») 2. (οικον.) σύνολο επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων που… … Dictionary of Greek